αφεσμός

αφεσμός
ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀφεσμός — swarm of bees masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφεσμόν — ἀφεσμός swarm of bees masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”